- κυβικός
- Όρος των μαθηματικών, που χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις χαρακτηρισμού:
κ. πολυώνυμο. Έτσι ονομάζεται κάθε πολυώνυμο τρίτου βαθμού.
κ. εξίσωση. Έτσι ονομάζεται κάθε εξίσωση τρίτου βαθμού αx3 + βx2 + γx + δ = 0 με α ≠ 0.
κ. καμπύλη. Έτσι ονομάζεται κάθε καμπύλη του επιπέδου με εξίσωση της μορφής: φ(x,y) = 0, όπου φ είναι πολυώνυμο τρίτου βαθμού ως προς x και y.
κ. παραβολή. Έτσι ονομάζεται η καμπύλη του επιπέδου με εξίσωση y = αx3 (α ≠ 0) [ημικυβική παραβολή: η καμπύλη του επιπέδου με εξίσωση y2 = αx3, α ≠ 0].
κ. ρίζα ενός πραγματικού είτε ενός μιγαδικού αριθμού. Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών, ορίζεται ως κ. ρίζα ενός αριθμού (έστω του α) ο μονοσήμαντος ορισμένος και πραγματικός αριθμός ρ με την ιδιότητα ρ3 = α. Η κ. ρίζα του α συμβολίζεται με
. Στο σύνολο των μιγαδικών αριθμών ονομάζεται κ. ρίζα του α κάθε μιγαδικός αριθμός z με z3 = α. Έχει αποδειχθεί ότι υπάρχουν τρεις τέτοιοι αριθμοί z. Μάλιστα, αν ο α είναι πραγματικός, τότε ο ένας είναι πραγματικός και οι δύο άλλοι μιγαδικοί, για παράδειγμα: 1) αν α = 1, τότε καθένας από τους αριθμούς
είναι μια κ. ρίζα του 1· 2) αν α = i, τότε καθένας από τους μιγαδικούς αριθμούς
είναι μια κ. ρίζα του i.
* * *-ή, -ό (AM κυβικός, -ή, -όν) [κύβος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύβο (α. «κυβικό σχήμαβ. «κυβικά σώματα», Γαλ.)2. (για αριθμό) αυτός που έχει ανυψωθεί στον κύβο, στην τρίτη δύναμη («κυβικὸς ἀριθμός», Αριστοτ.)νεοελλ.φρ. α) «κυβικό μέτρο» — μονάδα μέτρησης όγκου η οποία ισούται με κύβο που έχει πλευρά ενός μέτρουβ) «κυβική μονάδα» — η τρίτη δύναμη μιας μονάδαςγ) «κυβική ρίζα» — η τρίτη ρίζα ενός αριθμού ή μιας ποσότηταςδ) «κυβικό σύστημα» — ένα από τα επτά κρυσταλλικά συστήματα.επίρρ...κυβικώς (Α)σαν ζάρι, σαν κύβος («κινήσαι σφαιρικώς κύλινδρον, ή κυβικώς, ή λύραν αυλητικώς», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.